ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΕΟΡΤΗ ΑΓ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΕΝ ΠΥΔΝΗ
Ευχόμαστε οι πρεσβείες Του να συνοδεύουν όλους!
(Σύντομος βίος)
Ο Άγιος Αλέξανδρος, ο εν Πύδνη, έζησε τον 3ο μετά Χριστόν αιώνα, επί βασιλείας Μαξιμιανού. Κατά την παράδοση ήταν συγγενής του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του μυροβλήτη. Ο Άγιος υπήρξε άρχοντας και αυθέντης της Μακεδονίας, ευρισκόμενος στην Πύδνα, το σημερινό Κίτρος, έδρα της πρώτης, κατά τα πρεσβεία, των Επισκοπών της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Κληροδότησε από τους προγόνους του την ευσέβεια και τη σύνεση. Είχε μεγάλη νοημοσύνη και το έργο του ήταν ένα, να διδάσκει το λαό να απέχει από τις ακάθαρτες θυσίες των ειδώλων και να πιστεύει στον αληθινό Θεό, τον ποιητή και δημιουργό του κόσμου. Τη Χριστιανική μάλιστα διδασκαλία τη βεβαίωνε και με θαύματα που πραγματοποιούσε στο όνομα του Χριστού, όπως ιάσεις ασθενειών και αποβολή δαιμόνων από τους ειδωλολάτρες.
Βλέποντας τα θαύματα του Αγίου και ακούγοντας τη Χριστιανική διδασκαλία , πολλοί ειδωλολάτρες πίστευαν στον αληθινό Θεό. Όπως ήταν επόμενο όμως δεν άργησε να γίνει γνωστή η δράση του Αγίου και στον Μαξιμιανό. Πήγαν ορισμένοι ειδωλολάτρες και είπαν στο Μαξιμιανό : «Γνώριζε βασιλιά ότι στην Πύδνα, τη χώρα, είναι αυθέντης ένας Χριστιανός ονομαζόμενος Αλέξανδρος, συγγενής του Δημητρίου, ο οποίος διδάσκει τους ανθρώπους να μην προσκυνούν τα είδωλα, αλλά να πιστεύουν τον εσταυρωμένο Χριστό, κάνει παράδοξα θαύματα με το Όνομα του Χριστού και κινδυνεύει να γυρίσει όλους τους ανθρώπους στην πίστη του Χριστού».
Μόλις άκουσε αυτά ο βασιλιάς Μαξιμιανός, θύμωσε πολύ και οργίστηκε. Αμέσως έστειλε ένα χιλίαρχο και έφεραν τον Άγιο μπροστά του. Τότε άρχισε ο βασιλιάς λέγοντας : «Ακούω πως είσαι αυθέντης και δούκας και σε βλέπω κόσμιο και εύτακτο, και νομίζω νουνεχής και φρόνιμος άνθρωπος, θα έπρεπε, Αλέξανδρε, εσύ που είσαι τέτοιος, να βλέπεις εμάς τους βασιλείς και να μας μιμείσαι, όπως πιστεύουμε εμείς έτσι να πιστεύεις και εσύ και όχι να κηρύττεις εσύ άλλο Θεό νεώτερο. Και δε φτάνει που πιστεύεις εσύ άλλο Θεό, αλλά διδάσκεις και το λαό να μη πιστεύουν τους αθάνατους Θεούς, αλλά το δικό σου Θεό. Με μαγείες και γοητείες εξαπατάς τον απλό λαό και τους παίρνεις με το μέρος σου.
Λοιπόν, αν θέλεις τη σωτηρία σου, το καλό σου και την τιμή σου να έχεις, έλα τώρα να προσκυνήσεις μαζί με εμένα τους αθάνατους Θεούς και να κάνεις θυσία σ’ αυτούς να σου συγχωρήσουν το σφάλμα που έκανες και δεν τους προσκυνάς, και τότε να έχεις και την αγάπη τη δική μου και εγώ να σε τιμήσω περισσότερο και να σε κάνω μεγαλύτερο αυθέντη. Αντίθετα, αν παρακούσεις και δεν κάνεις ό,τι εγώ σε συμβούλεψα, γνώριζε ότι πρόκειται να σε τιμωρήσω πολύ κι έπειτα να σου δώσω πικρό και επώδυνο θάνατο».
Μόλις άκουσε αυτά ο Άγιος, πρώτα έκανε το Σταυρό του κι έπειτα αποκρίθηκε στο βασιλιά λέγοντας : «Κράτιστε βασιλιά, γνώριζε καλά ότι εγώ από τους προγόνους και τους γονείς μου διδάχτηκα την αληθινή πίστη του Κυρίου μου Ιησού Χριστού και είμαι Χριστιανός, στρατιώτης και δούλος του Σωτήρος μου Ιησού Χριστού. Και όπως με βλέπεις βέβαια είμαι νουνεχής και φρόνιμος και σαν λογικός άνθρωπος δεν προτιμώ το σκοτάδι από το φως, αλλά έχω το μυαλό μου και γνωρίζω ότι ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Τριαδικός, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Αυτός είναι αληθινός Θεός Ποιητής και δημιουργός του ουρανού και της γης. Αυτόν πιστεύω και ομολογώ και κηρύττω Θεό αληθινό. Τα δε είδωλα που θεοποιείτε εσείς και προσκυνείτε, αυτά είναι άψυχα, νεκρά, άλαλα και αναίσθητα. Μου λες ότι με μαγείες και με γοητείες εξαπατώ τους ανθρώπους. Εγώ δε γνωρίζω να κάνω μαγείες, αλλά επικαλούμαι το σωτήριο Όνομα του Χριστού μου και αυτό το Όνομα πραγματοποιεί τις θαυματουργίες. Και λοιπόν, εγώ, ως λογικός άνθρωπος που είμαι, βλέποντας τους ανθρώπους σαν τυφλούς και ανόητους να προσκυνούν τα μιαρά και ακάθαρτα είδωλα, τους διδάσκω, τους συμβουλεύω και τους παρακαλώ να γνωρίσουν και να στοχαστούν το σωστό να επιστρέψουν από την πλάνη αυτή που έχουν στα ακάθαρτα είδωλα και να πιστεύουν στην αληθινή πίστη του αληθινού Θεού, του Κυρίου μου Ιησού Χριστού. Όμοια παρακινώ, συμβουλεύω και ολόψυχα παρακαλώ και τη βασιλεία σου, κράτιστε βασιλιά, να συλλογισθείς και να γνωρίσεις ότι αυτά τα είδωλα, όπου αφρόνως θεοποιείτε και προσκυνείτε εσείς, είναι ξύλα άψυχα, νεκρά και αναίσθητα και, ως λογικός που είσαι, σκέψου καλά και μη γίνεσαι αίτιος της απώλειας τόσου αναρίθμητου λαού. Μάλιστα, σαν βασιλιάς που είσαι, να τους συμβουλεύεις ώστε και η βασιλεία σου και όλος ο λαός να πιστέψετε στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, τον αληθινό Θεό και Σωτήρα όλου του κόσμου».
Αυτά και άλλα ακόμα είπε ο Άγιος με πολύ θάρρος, με φρόνηση και γνώση, μπροστά στο βασιλιά. Ο βασιλιάς, μόλις τα άκουσε αυτά, θαύμασε την τόση τόλμη και αφοβία του Αγίου και αμέσως διέταξε και τον φυλάκισαν μέσα σε σκοτεινή φυλακή. Διέταξε επίσης να μην του δώσουν ούτε φαγητό ούτε ποτό για τρεις ημέρες. Την τέταρτη ημέρα διέταξε και έφεραν τον Άγιο σιδηροδέσμιο μπροστά του και τον ρώτησε, αν μετανόησε για εκείνα που είπε. Τότε ο Άγιος με περισσότερο θάρρος και με φρόνηση μεγάλη αποκρίθηκε και είπε στο βασιλιά τα ίδια και άλλα παρόμοια για πολύ ώρα, ώστε θαύμασαν και ο βασιλιάς και οι άρχοντες και ο λαός τη μεγάλη φρόνηση και στωμυλία του Αγίου. Ο βασιλιάς, αφού δεν μπορούσε να αποκριθεί, διέταξε να χτυπήσουν τον Άγιο για πολλή ώρα κι έπειτα να τον ξαναφυλακίσουν.
Μετά από πέντε ημέρες πάλι οδήγησαν τον Άγιο μπροστά στο βασιλιά, όπου και συνέχισε την ομολογία του. Μάλιστα στις εκκλήσεις των ειδωλολατρών να θυσιάσει στα είδωλα , εκείνος αρνήθηκε και επέδειξε την απέχθειά του κατά τρόπο θεαματικό, ανατρέποντας την τράπεζα των σπονδών. Ο βασιλιάς τότε βλέποντας την επιμονή του διέταξε να αποκεφαλισθεί.
Ο Άγιος ζήτησε νερό και ένιψε τα χέρια του. Κατόπιν προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο που τον αξιώνει τέτοιας τιμής. Εν τω μεταξύ, ο δήμιος που θα αποκεφάλιζε τον Άγιο, ονόματι Μινουκιανός, έμεινε εμβρόντητος βλέποντας κάποια οπτασία. Μετά όμως από προσευχή του Αγίου, ολοκλήρωσε το έργο του.
Μετά τον αποκεφαλισμό του Αγίου, ο αυτοκράτορας είδε να συνοδεύουν την ψυχή του Αγίου Αλεξάνδρου στον ουρανό, τέσσερις Άγγελοι. Αυτό το γεγονός τον συγκλόνισε, με αποτέλεσμα να παραχωρήσει το λείψανο του Μάρτυρα στους Χριστιανούς της Θεσσαλονίκης, για να το ενταφιάσουν κατά τα έθιμά τους
Οι Χριστιανοί, αφού πήραν το σώμα και την κεφαλή του Αγίου, τα ενταφίασαν με πολλή ευλάβεια. Ο Θεός αντάμειψε τον Άγιο Αλέξανδρο με άπειρα θαύματα. Ασθενείς και δαιμονισμένοι που πήραν χώμα από τον τάφο ή αλείφθηκαν με το αίμα του Αγίου θεραπεύτηκαν.
Το μαρτύριο του Αγίου Αλεξάνδρου συνέβη κατά το διάστημα μεταξύ της 21ης Ιουλίου 285 μ. Χ. (αναγόρευση του Μαξιμιανού ως καίσαρος) και της 1ης Αυγούστου 286 μ. Χ. (ανάδειξή του σε Αύγουστο από τον Διοκλητιανό).
Επί βασιλείας Κωνσταντίου (υιού του Αγίου Μεγάλου Κωνσταντίνου), εστάλη ο Μέγας Άγιος Αρτέμιος για συγκέντρωση Ιερών λειψάνων. Ανάμεσα στα τίμια Λείψανα ήταν και του Αγίου Αλεξάνδρου το οποίο μαζί με άλλα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και τοποθετήθηκε στο ναό του ανακτορικού τρούλου. Υπάρχει η μαρτυρία ότι τα Ιερά λείψανα του μάρτυρα μυρόβλυζαν. Η μετακομιδή των Ιερών λειψάνων πιθανώς εορταζόταν την 9η Νοεμβρίου.
Το δέκατο αιώνα, σύμφωνα με χρυσόβουλο του Νικηφόρου Φωκά του έτους 964μ.Χ. προς τη Μονή της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, ο αυτοκράτορας Νικηφόρος, ικανοποιώντας σχετικό αίτημα του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου, παραχώρησε στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας την τίμια κάρα του Αγίου, μαζί με τεμάχιο Τιμίου ξύλου και την κάρα του Μεγάλου Βασιλείου.
Η μνήμη του Αγίου Αλεξάνδρου εορτάζεται στις 14 Μαρτίου, ημέρα του μαρτυρίου του, αλλά μετατίθεται λόγω της Μ. Τεσσαρακοστής τη δεύτερη Κυριακή των Νηστειών.